- σφιγγολιπίδια
- τα, Ν(βιοχ.) τα σφιγγολιποειδή.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sphingolipid (< σφίγγω + λιπίδια)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… … Dictionary of Greek